μασδεβαλλία

μασδεβαλλία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής τάξης ορχιδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. masdevallia, από το επών, τού Ισπ. φυσιοδίφη Jose Masdevall].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”